- ἀνόρατον
- ἀνόρᾱτον , ἀνόρατοςmasc/fem acc sgἀνόρᾱτον , ἀνόρατοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανδεχής — ές, Α αυτός που δέχεται, που περιλαμβάνει τα πάντα («ἀλλ ἀνόρατον εἶδός τι καὶ ἄμορφον, πανδεχές», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δεχής (< δέχομαι), πρβλ. παντο δεχής] … Dictionary of Greek